- συντεταγμένοι
- συντάσσωput in order togetherperf part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενώνω — (AM ἑνῶ, όω) 1. από δύο ή περισσότερα απαρτίζω ένα, συναρμολογώ, συνδέω, συναρμόζω 2. (για στρατεύματα) συντάσσομαι με κάποιον για κάποιο σκοπό («πάντα η νίκη, αν ενωθείτε, πάντα εσάς θ ακολουθεί», Δ. Σολωμός) 3. χημ. παρασκευάζω από δύο ή… … Dictionary of Greek
κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… … Dictionary of Greek
Κανών Αλεξανδρινός — Συλλογή Ελλήνων συγγραφέων και ποιητών που πραγματοποιήθηκε τον 2ο αι. π.Χ. από τον Αριστοφάνη τον Βυζάντιο και τον Αρίσταρχο τον Γραμματικό. Αργότερα υπήρξαν και άλλοι κανόνες, συντεταγμένοι από διαφόρους. Στην πρώτη συλλογή είχαν περιληφθεί… … Dictionary of Greek